- καθίζησις
- καθ-ίζησις, ἡ, das Setzen, sich Niederlassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… … Dictionary of Greek